γλιτωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλιτωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλιτώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
γλιτωμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλιτωμένος
|