γλυκύμορφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
γλυκύμορφος (el), -η, -ο < γλυκύς + -μορφος ( < μορφή )
Επίθετο[επεξεργασία]
γλυκύμορφος (el), -η, -ο
- που έχει όμορφα-αρμονικά χαρακτηριστικά, καλόσχημος