γούρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γούρικος | η | γούρικη | το | γούρικο |
γενική | του | γούρικου | της | γούρικης | του | γούρικου |
αιτιατική | τον | γούρικο | τη | γούρικη | το | γούρικο |
κλητική | γούρικε | γούρικη | γούρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γούρικοι | οι | γούρικες | τα | γούρικα |
γενική | των | γούρικων | των | γούρικων | των | γούρικων |
αιτιατική | τους | γούρικους | τις | γούρικες | τα | γούρικα |
κλητική | γούρικοι | γούρικες | γούρικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γούρικος < γούρι
Επίθετο[επεξεργασία]
γούρικος
- που φέρνει καλή τύχη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γρουσούζης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γούρικος
|