δάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δάδα οι δάδες
      γενική της δάδας των δάδων
    αιτιατική τη δάδα τις δάδες
     κλητική δάδα δάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δάδα < αρχαία ελληνική δᾴς < δαίω
Αναμμένη δάδα.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δάδα θηλυκό

  1. δαυλός, κομμάτι ξύλου στην άκρη του οποίου έβαζαν φωτιά και το κρατούσαν για να φωτίζει τη νύχτα
  2. (μεταφορικά) το φως της γνώσης, του πολιτισμού κ.λπ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]