δίκαρτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκαρτος | η | δίκαρτη | το | δίκαρτο |
γενική | του | δίκαρτου | της | δίκαρτης | του | δίκαρτου |
αιτιατική | τον | δίκαρτο | τη | δίκαρτη | το | δίκαρτο |
κλητική | δίκαρτε | δίκαρτη | δίκαρτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκαρτοι | οι | δίκαρτες | τα | δίκαρτα |
γενική | των | δίκαρτων | των | δίκαρτων | των | δίκαρτων |
αιτιατική | τους | δίκαρτους | τις | δίκαρτες | τα | δίκαρτα |
κλητική | δίκαρτοι | δίκαρτες | δίκαρτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δίκαρτος, -η, -ο
- (νεολογισμός) (τεχνολογία) που έχει ή δέχεται δύο κάρτες
- Σ' αυτό το δίκαρτο κινητό είναι δυνατόν να έχετε ενεργοποιημένες και τις δυο κάρτες SIM, επιτρέποντάς σας για παράδειγμα να δέχεστε μηνύματα στο ένα νούμερο ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιείτε κλήση στο δεύτερο
- (ουσιαστικοποιημένο) δίκαρτο: το κινητό που δέχεται δύο κάρτες SIM