δίκαρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δικάταρτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκαρτος η δίκαρτη το δίκαρτο
      γενική του δίκαρτου της δίκαρτης του δίκαρτου
    αιτιατική τον δίκαρτο τη δίκαρτη το δίκαρτο
     κλητική δίκαρτε δίκαρτη δίκαρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκαρτοι οι δίκαρτες τα δίκαρτα
      γενική των δίκαρτων των δίκαρτων των δίκαρτων
    αιτιατική τους δίκαρτους τις δίκαρτες τα δίκαρτα
     κλητική δίκαρτοι δίκαρτες δίκαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δίκαρτος < δι- + κάρτα + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) dual SIM)

Επίθετο[επεξεργασία]

δίκαρτος, -η, -ο

  1. (νεολογισμός) (τεχνολογία) που έχει ή δέχεται δύο κάρτες
    Σ' αυτό το δίκαρτο κινητό είναι δυνατόν να έχετε ενεργοποιημένες και τις δυο κάρτες SIM, επιτρέποντάς σας για παράδειγμα να δέχεστε μηνύματα στο ένα νούμερο ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιείτε κλήση στο δεύτερο
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δίκαρτο: το κινητό που δέχεται δύο κάρτες SIM

Μεταφράσεις[επεξεργασία]