Μετάβαση στο περιεχόμενο

δευτερίας

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δευτερίᾱς οἱ δευτερίαι
      γενική τοῦ δευτερίου τῶν δευτεριῶν
      δοτική τῷ δευτερί τοῖς δευτερίαις
    αιτιατική τὸν δευτερίᾱν τοὺς δευτερίᾱς
     κλητική ! δευτερί δευτερίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δευτερί
γεν-δοτ τοῖν  δευτερίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δευτερίας < δεύτερος + -ίας

Επίθετο

[επεξεργασία]

δευτερίας αρσενικό

  • αναφερόμενο στο κρασί («δευτερίας οίνος»), που προκύπτει από δεύτερη επεξεργασία (από επεξεργασία των στεμφύλων), συνεπώς κατώτερης ποιότητας
      Περί δευτερίου και αδυνάμου: Ο δε καλούμενος δευτερίας , όν ένιοι πότιμον καλούσι , σκευάζεται τούτον τον τρόπον εις τα στέμφυλα , ών εξέθλιψας οίνου μετρητάς λ΄ , βάλε ύδατος μετρητάς γ΄ , και μίξας και πατήσας έκθλιψον , και αφέψησον εις το τρίτον χοείδε εκάστωτών (Πεδάνιος Διοσκουρίδης, Πεδανίου Διοσκορίδου Αναζαρβέως, Περί ύλης Ιατρικής )
     συνώνυμα: στεμφυλίτης, ἐντρυγηφάνιον (  5ος αιώνας κε   Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Ε )