δημοσιευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοσιευμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δημοσιεύω
Μετοχή
[επεξεργασία]δημοσιευμένος, -η, -ο
- που έχει δημοσιευτεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημοσιευμένος
|