Μετάβαση στο περιεχόμενο

διάμηκες

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάμηκες τα διαμήκη
      γενική του διαμήκους των διαμήκων
    αιτιατική το διάμηκες τα διαμήκη
     κλητική διάμηκες διαμήκη
όπως «ιδεώδες» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάμηκες: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαμήκης (μαρτυρείται από το 1898)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈði̯a.mi.ces/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάμήκες

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάμηκες ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

διάμηκες

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου