διαθρησκειακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διαθρησκειακός, -ή, -ο
- που συμβαίνει ανάμεσα σε ή μεταξύ δύο ή περισσότερων θρησκειών
- Ο διαθρησκειακός διάλογος κατορθώνει πρώτα απ' όλα να φέρει σε επαφή ανθρώπους διαφορετικών αντιλήψεων και πολλές φορές πολιτισμών και μάλιστα τους ταγούς των επιμέρους θρησκειών σε μια καλύτερη αλληλογνωριμία και επαφή. Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι απλά. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθρησκειακός