διακινημένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακινημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διακινώ
Μετοχή
[επεξεργασία]διακινημένος, -η, -ο
- που έχει διακινηθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακινημένος
|