διαλειτουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαλειτουργικός < δια + λειτουργικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interoperable
Επίθετο[επεξεργασία]
διαλειτουργικός
- (πληροφορική) interoperable: σύστημα ή συσκευή που είναι εφοδιασμένη με την κατάλληλη διεπαφή (interface) ώστε να επικοινωνεί και να ανταλλάσσει δεδομένα με άλλο σύστημα ή συσκευή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλειτουργικός