διαλογισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαλογισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαλογίζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]διαλογισμένος, -η, -ο
- που τον έχουν διαλογιστεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαλογισμένος
|