διαπροσωπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπροσωπικός < δια- + προσωπικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαπροσωπικός -ή -ό
- που αφορά τις σχέσεις δύο ή περισσότερων προσώπων/ατόμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπροσωπικός