διατεταγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διατεταγμένος < διατάσσομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
διατεταγμένος, -η, -ο
- που έχει διαταχθεί, που έχει ανατεθεί από έναν ανώτερο, εντολή που συνήθως δεν επιτρέπεται κάποιος να αμφισβητήσει ή να παραβεί
- βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία
- που έχει μια ορισμένη διάταξη, μια ορισμένη σειρά
- διατεταγμένο ζεύγος