διδασκάλιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διδασκάλιον | τὰ | διδασκάλιᾰ |
γενική | τοῦ | διδασκαλίου | τῶν | διδασκαλίων |
δοτική | τῷ | διδασκαλίῳ | τοῖς | διδασκαλίοις |
αιτιατική | τὸ | διδασκάλιον | τὰ | διδασκάλιᾰ |
κλητική ὦ! | διδασκάλιον | διδασκάλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διδασκαλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διδασκαλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διδασκάλιον < διδάσκαλος + -ιον < διδάσκω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διδασκάλιον ουδέτερο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)