δικαιοπρακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαιοπρακτικός < δικαιοπραξία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
δικαιοπρακτικός
- (νομικός όρος) που σχετίζεται με τη δικαιοπραξία ή τη σύναψη συμβολαίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δικαιοπραξία, δίκαιος, δίκη, πράξη και πράττω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δικαιοπρακτικός
|