δισεκατομμυριοστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.se.ka.to.mi.ɾi.oˈsto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐σε‐κα‐τομ‐μυ‐ρι‐ο‐στό
- παλιότερος συλλαβισμός : δισ‐ε‐κα‐τομ‐μυ‐ρι‐ο‐στό
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- δισεκατομμυριοστό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δισεκατομμυριοστός < δισ- + εκατομμυριοστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δισεκατομμυριοστό ουδέτερο
[επεξεργασία]
- δισεκατομμυριοστός
- → δείτε τις λέξεις δισεκατομμύριο, εκατομμύριο, εκατό και μύριοι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δισεκατομμυριοστό
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- δισεκατομμυριοστό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δισεκατομμυριοστό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δισεκατομμυριοστός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δισεκατομμυριοστός