δογματισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δογματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δογματίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
δογματισμένος, -η, -ο
- που έχει δογματιστεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δογματισμένος
|