δογματισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δογματισμένος η δογματισμένη το δογματισμένο
      γενική του δογματισμένου της δογματισμένης του δογματισμένου
    αιτιατική τον δογματισμένο τη δογματισμένη το δογματισμένο
     κλητική δογματισμένε δογματισμένη δογματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δογματισμένοι οι δογματισμένες τα δογματισμένα
      γενική των δογματισμένων των δογματισμένων των δογματισμένων
    αιτιατική τους δογματισμένους τις δογματισμένες τα δογματισμένα
     κλητική δογματισμένοι δογματισμένες δογματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δογματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δογματίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

δογματισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]