δομόλιθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δομόλιθος οι δομόλιθοι
      γενική του δομόλιθου
δομολίθου
των δομόλιθων
δομολίθων
    αιτιατική τον δομόλιθο τους δομόλιθους
δομολίθους
     κλητική δομόλιθε δομόλιθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δομόλιθος < δόμος + -ο- + λίθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δομόλιθος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]