δυναμοηλεκτρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυναμοηλεκτρικός η δυναμοηλεκτρική το δυναμοηλεκτρικό
      γενική του δυναμοηλεκτρικού της δυναμοηλεκτρικής του δυναμοηλεκτρικού
    αιτιατική τον δυναμοηλεκτρικό τη δυναμοηλεκτρική το δυναμοηλεκτρικό
     κλητική δυναμοηλεκτρικέ δυναμοηλεκτρική δυναμοηλεκτρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυναμοηλεκτρικοί οι δυναμοηλεκτρικές τα δυναμοηλεκτρικά
      γενική των δυναμοηλεκτρικών των δυναμοηλεκτρικών των δυναμοηλεκτρικών
    αιτιατική τους δυναμοηλεκτρικούς τις δυναμοηλεκτρικές τα δυναμοηλεκτρικά
     κλητική δυναμοηλεκτρικοί δυναμοηλεκτρικές δυναμοηλεκτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυναμοηλεκτρικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική dynamo-électrique[1] < δύναμη + ηλεκτρικός

Επίθετο[επεξεργασία]

δυναμοηλεκτρικός, -ή, -ό

  • αυτός που έχει σχέση με δυναμικό ηλεκτρισμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]