δυσεκτασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσεκτασία οι δυσεκτασίες
      γενική της δυσεκτασίας των δυσεκτασιών
    αιτιατική τη δυσεκτασία τις δυσεκτασίες
     κλητική δυσεκτασία δυσεκτασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσεκτασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dysectasie < αρχαία ελληνική δυσ- + ἔκτασις < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυσεκτασία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]