δυσεκτασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσεκτασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική dysectasie < αρχαία ελληνική δυσ- + ἔκτασις < ἐκτείνω < ἐκ + τείνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσεκτασία θηλυκό
- (ιατρική) δυσκολία στη διάνοιξη του στομίου της ουροδόχου κύστεως
- Υποκυστικά κωλύματα (δυσεκτασία του αυχένα της κύστης, στενώματα ουρήθρας,παθήσεις του προστάτη) που προκαλούν σοβαρές λειτουργικές διαταραχές, μετά από την αποτυχία της κατάλληλης θεραπείας. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσεκτασία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)