εγκαρδιωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαρδιωμένος η εγκαρδιωμένη το εγκαρδιωμένο
      γενική του εγκαρδιωμένου της εγκαρδιωμένης του εγκαρδιωμένου
    αιτιατική τον εγκαρδιωμένο την εγκαρδιωμένη το εγκαρδιωμένο
     κλητική εγκαρδιωμένε εγκαρδιωμένη εγκαρδιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαρδιωμένοι οι εγκαρδιωμένες τα εγκαρδιωμένα
      γενική των εγκαρδιωμένων των εγκαρδιωμένων των εγκαρδιωμένων
    αιτιατική τους εγκαρδιωμένους τις εγκαρδιωμένες τα εγκαρδιωμένα
     κλητική εγκαρδιωμένοι εγκαρδιωμένες εγκαρδιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εγκαρδιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκαρδιώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

εγκαρδιωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εγκαρδιώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]