εδωδιμοπώλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εδωδιμοπώλης οι εδωδιμοπώλες
      γενική του εδωδιμοπώλη των εδωδιμοπωλών
    αιτιατική τον εδωδιμοπώλη τους εδωδιμοπώλες
     κλητική εδωδιμοπώλη εδωδιμοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εδωδιμοπώλης < εδώδιμος[1] + -ο- + -πώλης[2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εδωδιμοπώλης αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]