εικονοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εικονοσκόπιο | τα | εικονοσκόπια |
γενική | του | εικονοσκόπιου & εικονοσκοπίου |
των | εικονοσκόπιων & εικονοσκοπίων |
αιτιατική | το | εικονοσκόπιο | τα | εικονοσκόπια |
κλητική | εικονοσκόπιο | εικονοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικονοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική iconoscope < αρχαία ελληνική εἰκών + -ο- + -σκόπιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εικονοσκόπιο ουδέτερο
- (τεχνολογία) ηλεκτρονική συσκευή σε κάμερα που ανιχνεύει και αναλύει σήμα από ακτίνες φωτός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικονοσκόπιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπιον (αρχαία ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)