εκβαθυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκβαθυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκβαθύνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εκβαθυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκβαθύνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκβαθυμένος
|