εκβαθυμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκβαθυμένος η εκβαθυμένη το εκβαθυμένο
      γενική του εκβαθυμένου της εκβαθυμένης του εκβαθυμένου
    αιτιατική τον εκβαθυμένο την εκβαθυμένη το εκβαθυμένο
     κλητική εκβαθυμένε εκβαθυμένη εκβαθυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκβαθυμένοι οι εκβαθυμένες τα εκβαθυμένα
      γενική των εκβαθυμένων των εκβαθυμένων των εκβαθυμένων
    αιτιατική τους εκβαθυμένους τις εκβαθυμένες τα εκβαθυμένα
     κλητική εκβαθυμένοι εκβαθυμένες εκβαθυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκβαθυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκβαθύνω

Μετοχή[επεξεργασία]

εκβαθυμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκβαθύνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]