εκθειασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκθειασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκθειάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]εκθειασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκθειάζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκθειασμένος
|