εκκαθαρισθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκαθαρισθείς
εκκαθαρισθέντας
η εκκαθαρισθείσα το εκκαθαρισθέν
      γενική του εκκαθαρισθέντος
εκκαθαρισθέντα
της εκκαθαρισθείσας
εκκαθαρισθείσης*
του εκκαθαρισθέντος
    αιτιατική τον εκκαθαρισθέντα την εκκαθαρισθείσα το εκκαθαρισθέν
     κλητική εκκαθαρισθείς
εκκαθαρισθέντα
εκκαθαρισθείσα εκκαθαρισθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκαθαρισθέντες οι εκκαθαρισθείσες τα εκκαθαρισθέντα
      γενική των εκκαθαρισθέντων των εκκαθαρισθεισών των εκκαθαρισθέντων
    αιτιατική τους εκκαθαρισθέντες τις εκκαθαρισθείσες τα εκκαθαρισθέντα
     κλητική εκκαθαρισθέντες εκκαθαρισθείσες εκκαθαρισθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκαθαρισθείς < μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος εκκαθαρίζω

Επίθετο[επεξεργασία]

εκκαθαρισθείς

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]