εκκενωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκενωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκκενώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
εκκενωμένος, -η, -ο
- που έχει εκκενωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκενωμένος
|