εκκλησιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκλησιασμένος η εκκλησιασμένη το εκκλησιασμένο
      γενική του εκκλησιασμένου της εκκλησιασμένης του εκκλησιασμένου
    αιτιατική τον εκκλησιασμένο την εκκλησιασμένη το εκκλησιασμένο
     κλητική εκκλησιασμένε εκκλησιασμένη εκκλησιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκλησιασμένοι οι εκκλησιασμένες τα εκκλησιασμένα
      γενική των εκκλησιασμένων των εκκλησιασμένων των εκκλησιασμένων
    αιτιατική τους εκκλησιασμένους τις εκκλησιασμένες τα εκκλησιασμένα
     κλητική εκκλησιασμένοι εκκλησιασμένες εκκλησιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκλησιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκκλησιάζομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

εκκλησιασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκκλησιάζομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]