εκλογικό σύστημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εκλογικό σύστημα ουδέτερο
- (πολιτική) η μέθοδος με την οποία γίνεται η κατανομή των εδρών σε κόμματα ή υποψηφίους του κοινοβουλίου ή κάποιου συμβουλίου
- ※ Κάθε εκλογικό σύστημα είναι υπό μια έννοια καταδικασμένο να αποτύχει. Κι αυτό γιατί η αποστολή του μοιάζει εξ’ ορισμού αδύνατη: πρέπει να υπηρετήσει ταυτόχρονα δυο στόχους, ανταγωνιστικούς μεταξύ τους. Από τη μία πρέπει να εξασφαλίσει αντιπροσωπευτικότητα, ώστε το κοινοβούλιο να αντανακλά την λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την εκλογική διαδικασία. Από την άλλη πρέπει να διασφαλίσει βιώσιμη κυβερνησιμότητα και δυνατότητα λογοδοσίας, δηλαδή την ευδιάκριτη ανάληψη ευθύνης του έργου της εκτελεστικής εξουσίας (accountability).
- Ντίνας, Ηλίας (20 Μαΐου 2023), Απλή αναλογική: Η χαμένη ευκαιρία ενός εκλογικού συστήματος που την άξιζε, Η Καθημερινή
- ※ Κάθε εκλογικό σύστημα είναι υπό μια έννοια καταδικασμένο να αποτύχει. Κι αυτό γιατί η αποστολή του μοιάζει εξ’ ορισμού αδύνατη: πρέπει να υπηρετήσει ταυτόχρονα δυο στόχους, ανταγωνιστικούς μεταξύ τους. Από τη μία πρέπει να εξασφαλίσει αντιπροσωπευτικότητα, ώστε το κοινοβούλιο να αντανακλά την λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την εκλογική διαδικασία. Από την άλλη πρέπει να διασφαλίσει βιώσιμη κυβερνησιμότητα και δυνατότητα λογοδοσίας, δηλαδή την ευδιάκριτη ανάληψη ευθύνης του έργου της εκτελεστικής εξουσίας (accountability).
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκλογικό σύστημα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- εκλογικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)