εκπολιτισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπολιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπολιτίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
εκπολιτισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εκπολιτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκπολιτισμένος
|