εκτιμηθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτιμηθείς
εκτιμηθέντας
η εκτιμηθείσα το εκτιμηθέν
      γενική του εκτιμηθέντος
εκτιμηθέντα
της εκτιμηθείσας
εκτιμηθείσης*
του εκτιμηθέντος
    αιτιατική τον εκτιμηθέντα την εκτιμηθείσα το εκτιμηθέν
     κλητική εκτιμηθείς
εκτιμηθέντα
εκτιμηθείσα εκτιμηθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτιμηθέντες οι εκτιμηθείσες τα εκτιμηθέντα
      γενική των εκτιμηθέντων των εκτιμηθεισών των εκτιμηθέντων
    αιτιατική τους εκτιμηθέντες τις εκτιμηθείσες τα εκτιμηθέντα
     κλητική εκτιμηθέντες εκτιμηθείσες εκτιμηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

εκτιμηθείς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

εκτιμηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτιμώμαι
  2. θα εκτιμηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτιμώμαι