εκτιμηθείς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εκτιμηθείς & εκτιμηθέντας |
η | εκτιμηθείσα | το | εκτιμηθέν |
γενική | του | εκτιμηθέντος & εκτιμηθέντα |
της | εκτιμηθείσας & εκτιμηθείσης* |
του | εκτιμηθέντος |
αιτιατική | τον | εκτιμηθέντα | την | εκτιμηθείσα | το | εκτιμηθέν |
κλητική | εκτιμηθείς & εκτιμηθέντα |
εκτιμηθείσα | εκτιμηθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εκτιμηθέντες | οι | εκτιμηθείσες | τα | εκτιμηθέντα |
γενική | των | εκτιμηθέντων | των | εκτιμηθεισών | των | εκτιμηθέντων |
αιτιατική | τους | εκτιμηθέντες | τις | εκτιμηθείσες | τα | εκτιμηθέντα |
κλητική | εκτιμηθέντες | εκτιμηθείσες | εκτιμηθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]εκτιμηθείς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκτιμηθείς
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εκτιμηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτιμώμαι
- θα εκτιμηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτιμώμαι