εμψυχωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμψυχωμένος η εμψυχωμένη το εμψυχωμένο
      γενική του εμψυχωμένου της εμψυχωμένης του εμψυχωμένου
    αιτιατική τον εμψυχωμένο την εμψυχωμένη το εμψυχωμένο
     κλητική εμψυχωμένε εμψυχωμένη εμψυχωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμψυχωμένοι οι εμψυχωμένες τα εμψυχωμένα
      γενική των εμψυχωμένων των εμψυχωμένων των εμψυχωμένων
    αιτιατική τους εμψυχωμένους τις εμψυχωμένες τα εμψυχωμένα
     κλητική εμψυχωμένοι εμψυχωμένες εμψυχωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εμψυχωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εμψυχώνω, εμψυχώνομαι

Μετοχή[επεξεργασία]

εμψυχωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εμψυχώνομαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]