ενδοεγχειρητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοεγχειρητικός η ενδοεγχειρητική το ενδοεγχειρητικό
      γενική του ενδοεγχειρητικού της ενδοεγχειρητικής του ενδοεγχειρητικού
    αιτιατική τον ενδοεγχειρητικό την ενδοεγχειρητική το ενδοεγχειρητικό
     κλητική ενδοεγχειρητικέ ενδοεγχειρητική ενδοεγχειρητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοεγχειρητικοί οι ενδοεγχειρητικές τα ενδοεγχειρητικά
      γενική των ενδοεγχειρητικών των ενδοεγχειρητικών των ενδοεγχειρητικών
    αιτιατική τους ενδοεγχειρητικούς τις ενδοεγχειρητικές τα ενδοεγχειρητικά
     κλητική ενδοεγχειρητικοί ενδοεγχειρητικές ενδοεγχειρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοεγχειρητικός < ενδο- + εγχειρητικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intraoperative)

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδοεγχειρητικός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]