ενθυλακωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθυλακωμένος η ενθυλακωμένη το ενθυλακωμένο
      γενική του ενθυλακωμένου της ενθυλακωμένης του ενθυλακωμένου
    αιτιατική τον ενθυλακωμένο την ενθυλακωμένη το ενθυλακωμένο
     κλητική ενθυλακωμένε ενθυλακωμένη ενθυλακωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθυλακωμένοι οι ενθυλακωμένες τα ενθυλακωμένα
      γενική των ενθυλακωμένων των ενθυλακωμένων των ενθυλακωμένων
    αιτιατική τους ενθυλακωμένους τις ενθυλακωμένες τα ενθυλακωμένα
     κλητική ενθυλακωμένοι ενθυλακωμένες ενθυλακωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενθυλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενθυλακώνω

Μετοχή[επεξεργασία]

ενθυλακωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ενθυλακώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]