ενθυλακωμένος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενθυλακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενθυλακώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]ενθυλακωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ενθυλακώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενθυλακωμένος
|