Μετάβαση στο περιεχόμενο

ενόρμηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενόρμηση οι ενορμήσεις
      γενική της ενόρμησης* των ενορμήσεων
    αιτιατική την ενόρμηση τις ενορμήσεις
     κλητική ενόρμηση ενορμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενορμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενόρμηση (μαρτυρείται από το 1892)[1] < καθαρεύουσα ἐνόρμη(σις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐνορμάω ἐνορμη- + -σις, απόδοση για την αγγλική pulsion[2]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ενόρμηση θηλυκό

  • (ψυχολογία, ψυχιατρική) ψυχοσωματική ενστικτώδης τάση που ωθεί στην εκτέλεση πράξεων που μειώνουν τη διέγερση ή ικανοποιούν ψυχοσωματικές ανθρώπινες ανάγκες
      Ο Freud θεωρούσε πως οι πρώτες αλληλεπιδράσεις των βρεφών με το κοινωνικό τους περίγυρο, και πιο συγκεκριμένα με τα άτομα που τα φροντίζουν, καθορίζουν την προσωπικότητα και την κοινωνική τους ανάπτυξη. Ενστερνιζόταν ότι τα ανθρώπινα όντα κινητοποιούνταν κυρίως από βιολογικές ενορμήσεις. Όταν δηλαδή μια ενόρμηση έχει διεγερθεί, ο οργανισμός προσπαθεί να βρει τρόπους για την καλύψει. Καθώς όμως μειώνεται η ενόρμηση, ο οργανισμός βιώνει μια ευχαρίστηση και επανέρχεται στη βιολογική του ισορροπία.
    Κουλέρδα Σουλτάνα, Ο δεσμός μητέρας-βρέφους και πώς συνδέεται με τη μοναξιά στην παιδική ηλικία, πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Φλώρινα 2017, σελ. 12
      Ξέρει ότι, όταν γράφει, μιλάει με την επιθυμία, δηλαδή με ολόκληρο τον ψυχοσωματικό εαυτό του· κυρίως με τις ασύνειδες και πολυσχιδείς ενορμήσεις του προς έκφραση, οι οποίες, υπερβαίνοντας κάθε πρόθεση, αναγκάζουν τη γλώσσα του να συστοιχηθεί με αυτές και να υπερβεί τη μονοσημία της διανοητικής διατύπωσης για να απεικονίσει την πρόσληψή του της πραγματικότητας με μεγαλύτερη ακρίβεια και καθαρότητα απ' ό,τι ο μη λογοτεχνικός λόγος. (* εφημερίδα Το Βήμα)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σελ. 371, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • ενόρμηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)