εξεργασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξεργασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξεργάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
εξεργασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξεργάζομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξεργασμένος
|