επανεξετασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεξετασμένος η επανεξετασμένη το επανεξετασμένο
      γενική του επανεξετασμένου της επανεξετασμένης του επανεξετασμένου
    αιτιατική τον επανεξετασμένο την επανεξετασμένη το επανεξετασμένο
     κλητική επανεξετασμένε επανεξετασμένη επανεξετασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεξετασμένοι οι επανεξετασμένες τα επανεξετασμένα
      γενική των επανεξετασμένων των επανεξετασμένων των επανεξετασμένων
    αιτιατική τους επανεξετασμένους τις επανεξετασμένες τα επανεξετασμένα
     κλητική επανεξετασμένοι επανεξετασμένες επανεξετασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επανεξετασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επανεξετάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

επανεξετασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]