επεκτάσιμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]επεκτάσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να επεκταθεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επεκτάσιμος