επεκτάσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επεκτάσιμος η επεκτάσιμη το επεκτάσιμο
      γενική του επεκτάσιμου της επεκτάσιμης του επεκτάσιμου
    αιτιατική τον επεκτάσιμο την επεκτάσιμη το επεκτάσιμο
     κλητική επεκτάσιμε επεκτάσιμη επεκτάσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επεκτάσιμοι οι επεκτάσιμες τα επεκτάσιμα
      γενική των επεκτάσιμων των επεκτάσιμων των επεκτάσιμων
    αιτιατική τους επεκτάσιμους τις επεκτάσιμες τα επεκτάσιμα
     κλητική επεκτάσιμοι επεκτάσιμες επεκτάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επεκτάσιμος < επεκτείνω + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

επεκτάσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]