επικαθήμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
επικαθήμενος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος επικάθημαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικαθήμενος
|
επικαθήμενος
|