επικαθήμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικαθήμενος η επικαθήμενη το επικαθήμενο
      γενική του επικαθήμενου της επικαθήμενης του επικαθήμενου
    αιτιατική τον επικαθήμενο την επικαθήμενη το επικαθήμενο
     κλητική επικαθήμενε επικαθήμενη επικαθήμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικαθήμενοι οι επικαθήμενες τα επικαθήμενα
      γενική των επικαθήμενων των επικαθήμενων των επικαθήμενων
    αιτιατική τους επικαθήμενους τις επικαθήμενες τα επικαθήμενα
     κλητική επικαθήμενοι επικαθήμενες επικαθήμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

επικαθήμενος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]