επισπεύδων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επισπεύδων | η | επισπεύδουσα | το | επισπεύδον |
γενική | του | επισπεύδοντος | της | επισπεύδουσας & επισπευδούσης* |
του | επισπεύδοντος |
αιτιατική | τον | επισπεύδοντα | την | επισπεύδουσα | το | επισπεύδον |
κλητική | επισπεύδων | επισπεύδουσα | επισπεύδον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επισπεύδοντες | οι | επισπεύδουσες | τα | επισπεύδοντα |
γενική | των | επισπευδόντων | των | επισπευδουσών | των | επισπευδόντων |
αιτιατική | τους | επισπεύδοντες | τις | επισπεύδουσες | τα | επισπεύδοντα |
κλητική | επισπεύδοντες | επισπεύδουσες | επισπεύδοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισπεύδων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἐπισπεύδω (αρχαία ελληνική), επισπεύδω
Επίθετο
[επεξεργασία]επισπεύδων, -ουσα, -ον
- που επισπεύδει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισπεύδων
|