εποικιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποικιστικός η εποικιστική το εποικιστικό
      γενική του εποικιστικού της εποικιστικής του εποικιστικού
    αιτιατική τον εποικιστικό την εποικιστική το εποικιστικό
     κλητική εποικιστικέ εποικιστική εποικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποικιστικοί οι εποικιστικές τα εποικιστικά
      γενική των εποικιστικών των εποικιστικών των εποικιστικών
    αιτιατική τους εποικιστικούς τις εποικιστικές τα εποικιστικά
     κλητική εποικιστικοί εποικιστικές εποικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εποικιστικός < εποικίζω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εποικιστικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]