εργογραφικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εργογραφικός η εργογραφική το εργογραφικό
      γενική του εργογραφικού της εργογραφικής του εργογραφικού
    αιτιατική τον εργογραφικό την εργογραφική το εργογραφικό
     κλητική εργογραφικέ εργογραφική εργογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εργογραφικοί οι εργογραφικές τα εργογραφικά
      γενική των εργογραφικών των εργογραφικών των εργογραφικών
    αιτιατική τους εργογραφικούς τις εργογραφικές τα εργογραφικά
     κλητική εργογραφικοί εργογραφικές εργογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργογραφικός < εργογραφία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εργογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • εργογραφικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • εργογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)