εργονομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργονομία οι εργονομίες
      γενική της εργονομίας των εργονομιών
    αιτιατική την εργονομία τις εργονομίες
     κλητική εργονομία εργονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εργονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergonomics ή από τη γαλλική ergonomie < ergo- (εργο- < αρχαία ελληνική ἔργον) + -nomics/-nomie (-νομία < αρχαία ελληνική νόμος) [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.noˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ερ‐γο‐νο‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εργονομία θηλυκό

  1. η επιστήμη που ασχολείται με τις επιδράσεις του εργασιακού (ή άλλου) περιβάλλοντος στους ανθρώπους καθώς και τις μεθόδους βελτίωσης αυτών των συνθηκών
  2. σχεδίαση ενός αντικειμένου ή του περιβάλλοντος χώρου με τρόπο που να εξυπηρετεί καλύτερα τον άνθρωπο
    ※  Τα ρομποτικά συστήματα που παρουσιάστηκαν τελευταία μπορεί να υπερνικήσουν τις παραπάνω δυσκολίες, καθώς παρέχουν καλύτερη όραση τριών διαστάσεων, αυξημένους βαθμούς ελευθερίας, καλύτερη εργονομία και δυνατότητα για κινήσεις των εργαλείων σε κλίμακα πάνω και κάτω, διευκολύνουν το συντονισμό ματιού-χεριού και έχουν μειωμένες καμπύλες εκμάθησης σε σύγκριση με τις παλαιότερες ενδοσκοπικές τεχνικές. (εφημερίδα Real, 25/2/2013)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις έργο και νόμος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. εργονομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. εργονομίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)