εσωλογιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσωλογιστικός η εσωλογιστική το εσωλογιστικό
      γενική του εσωλογιστικού της εσωλογιστικής του εσωλογιστικού
    αιτιατική τον εσωλογιστικό την εσωλογιστική το εσωλογιστικό
     κλητική εσωλογιστικέ εσωλογιστική εσωλογιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσωλογιστικοί οι εσωλογιστικές τα εσωλογιστικά
      γενική των εσωλογιστικών των εσωλογιστικών των εσωλογιστικών
    αιτιατική τους εσωλογιστικούς τις εσωλογιστικές τα εσωλογιστικά
     κλητική εσωλογιστικοί εσωλογιστικές εσωλογιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εσωλογιστικός < εσω- + λογιστικός

Επίθετο[επεξεργασία]

εσωλογιστικός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]