ετεροπροσωπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροπροσωπία οι ετεροπροσωπίες
      γενική της ετεροπροσωπίας των ετεροπροσωπιών
    αιτιατική την ετεροπροσωπία τις ετεροπροσωπίες
     κλητική ετεροπροσωπία ετεροπροσωπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ετεροπροσωπία < ελληνιστική κοινή ἑτεροπρόσωπος + -ία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.te.ɾo.pɾo.soˈpi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ετεροπροσωπία θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]