ευαλωτότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαλωτότητα οι ευαλωτότητες
      γενική της ευαλωτότητας των ευαλωτοτήτων
    αιτιατική την ευαλωτότητα τις ευαλωτότητες
     κλητική ευαλωτότητα ευαλωτότητες
Κανονικά δεν απαντά ο πληθυντικός
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευαλωτότητα < ευάλωτος + -ότητα < αρχαία ελληνική εὐάλωτος < εὖ + ἁλίσκομαι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική vulnérabilité[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική vulnerability[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευαλωτότητα θηλυκό

  • (νεολογισμός, λόγιο) η ιδιότητα του ευάλωτου (που κυριεύεται εύκολα ή που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση)
    ※  Επιστήμονες από τις ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι η μελαγχολική διάθεση μιας ομάδας φοιτητών με ευαλωτότητα στην κατάθλιψη μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες των φίλων τους να την εκδηλώσουν και οι ίδιοι έξι μήνες αργότερα. (tanea.gr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 ευαλωτότηταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)