ευαλωτότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευαλωτότητα οι ευαλωτότητες
      γενική της ευαλωτότητας των ευαλωτοτήτων
    αιτιατική την ευαλωτότητα τις ευαλωτότητες
     κλητική ευαλωτότητα ευαλωτότητες
Κανονικά δεν απαντά ο πληθυντικός
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευαλωτότητα < ευάλωτος + -ότητα < αρχαία ελληνική εὐάλωτος < εὖ + ἁλίσκομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευαλωτότητα θηλυκό

  • (νεολογισμός) (λόγιο) η ιδιότητα του ευάλωτου (που κυριεύεται εύκολα ή που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση)
    Επιστήμονες από τις ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι η μελαγχολική διάθεση μιας ομάδας φοιτητών με ευαλωτότητα στην κατάθλιψη μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες των φίλων τους να την εκδηλώσουν και οι ίδιοι έξι μήνες αργότερα. (*)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]