ευαλωτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευαλωτότητα | οι | ευαλωτότητες |
γενική | της | ευαλωτότητας | των | ευαλωτοτήτων |
αιτιατική | την | ευαλωτότητα | τις | ευαλωτότητες |
κλητική | ευαλωτότητα | ευαλωτότητες | ||
Κανονικά δεν απαντά ο πληθυντικός | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευαλωτότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) (λόγιο) η ιδιότητα του ευάλωτου (που κυριεύεται εύκολα ή που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κίνδυνο ή επίθεση)
- Επιστήμονες από τις ΗΠΑ ανακάλυψαν ότι η μελαγχολική διάθεση μιας ομάδας φοιτητών με ευαλωτότητα στην κατάθλιψη μπορούσε να αυξήσει τις πιθανότητες των φίλων τους να την εκδηλώσουν και οι ίδιοι έξι μήνες αργότερα. (*)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευαλωτότητα