ευμετακόμιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευμετακόμιστος < ελληνιστική κοινή εὐμετακόμιστος < αρχαία ελληνική μετακομίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ευμετακόμιστος
- που η μετακόμισή του γίνεται με εύκολο τρόπο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ευμετακόμιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευμετακόμιστος
|