ευξείνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευξείνιος < αρχαία ελληνική εὔξεινος
Επίθετο[επεξεργασία]
ευξείνιος
- που έχει σχέση με τον Εύξεινο Πόντο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρευξείνιος
- → δείτε τις λέξεις Εύξεινος Πόντος, ευ και ξένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευξείνιος
|