εύδρομο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εύδρομο | τα | εύδρομα |
γενική | του | ευδρόμου & εύδρομου |
των | ευδρόμων |
αιτιατική | το | εύδρομο | τα | εύδρομα |
κλητική | εύδρομο | εύδρομα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύδρομο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εύδρομος < αρχαία ελληνική εὔδρομος < εὖ + δρόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εύδρομο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- εύδρομο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εύδρομο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)